μακροδάκτυλος

μακροδάκτυλος
-η, -ο (AM μακροδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει μακριά δάκτυλα
νεοελλ.
1. αυτός που πάσχει από μακροδακτυλία
2. το αρσ. ως ουσ. ο μακροδάκτυλος
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας scarabeidae.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μακροδάκτυλος — long toed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροδάκτυλον — μακροδάκτυλος long toed masc/fem acc sg μακροδάκτυλος long toed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροδάκτυλα — μακροδάκτυλος long toed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροδάκτυλοι — μακροδάκτυλος long toed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”